βλαχόφωνος

βλαχόφωνος
η , ο [ος , ον ] разговаривающий на валашском языке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βλαχόφωνος" в других словарях:

  • βλαχόφωνος — η, ο αυτός που μιλάει Βλάχικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + φωνος < φωνή. Η λ. στον πληθ. («βλαχόφωνοι Έλληνες») μαρτυρείται από το 1879 στον Μ. Χ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • βλαχόφωνος — η, ο αυτός που μιλά τα βλάχικα: Οι Σαρακατσαναίοι της Πίνδου ήταν βλαχόφωνοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Patriarch Matthew II of Constantinople — Matthew II Ecumenical Patriarch of Constantinople Church Church of Constantinople In Office February 1596 April 1598 – Jan 1602 Jan – Febr 1603 Predecessor Jeremias II Theophanes I Neophytus II …   Wikipedia

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»